Διαμαρτυρόμαστε συχνά, και πολύ σωστά, για τα ανέμπνευστα νοσταλγικά σίκουελ που διαρκώς μας μπουκώνει το Χόλιγουντ, οπότε αξίζει στην απέναντι όχθη να πούμε και τα θετικά: Οι Πλανήτες των Πιθήκων είναι μια σειρά ταινιών που διαχρονικά είναι καλύτερη και πιο φροντισμένη από όσο είχε ίσως δικαίωμα να είναι.
Η κλασική σειρά ταινιών από το ‘68 ως το ‘73 μνημονεύεται συνήθως για το πρωτότυπο φιλμ με τον Τσάρλτον Χέστον, όμως δεν υπάρχει κακή, άτολμη ή αδιάφορη ταινία σε εκείνο το αρχικό σετ των πέντε.
Κάτι που περιέργως συνεχίστηκε και με την μοντέρνα πρίκουελ σειρά που ξεκίνησε με το φιλμ του 2011 και συνεχίστηκε με δύο πολύ δυνατά φιλμ από τον Ματ Ριβς (μετέπειτα του “The Batman”): Με κλασική δομή, σύνθεση και αφήγηση, πολιτική συναίσθηση και μια motion capture ερμηνεία-σημείο αναφοράς από τον Άντι Σέρκις ως ηγέτη πίθηκο Σίζαρ. Αυτό ήταν, από τα ‘70s ως τα ‘10s, το Χόλιγουντ σε στιγμές σπάνιας έμπνευσης και τόλμης. Τι θέλει λοιπόν τώρα ένα ακόμα νέο φιλμ από τις ζωές μας;
Το “Βασίλειο” προχωρά αρκετές γενιές στο μέλλον από τα φιλμ του Ματ Ριβς, πραγματοποιώντας έτσι ένα πολύ ελαφρύ reboot – χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει πως θέλει να ξαναπεί ιστορίες που έχουμε ήδη ακούσει, μην τρομάζετε από τη χρήση της φρικτής “r” λέξης. Αιώνες μετά τον Σίζαρ, στον πλανήτη έχει αρχίσει να σχηματίζεται κάτι σαν άρχουσα τάξη, όμως στα περιθώρια αυτού του κέντρου ελέγχου υπάρχουν διάφορες ντόπιες φυλές πιθήκων με τα δικά τους έθιμα και τον δικό τους πολιτισμό.
Εκεί, ένας νεαρός πίθηκος θα ξεκινήσει μια μεγάλη οδύσσεια όταν δει το χωριό του να καταστρέφεται. Στη διαδρομή θα συναντήσει μια αινιγματική γυναίκα, σε μια χρονική περίοδο όπου το ανθρώπινο είδος έχει ήδη σταματήσει να μιλά και να θεωρείται εν γένει ανώτερο. Μαζί, θα φτάσουν μέχρι το Βασίλειο του τίτλου, εκεί όπου θα έρθουν αντιμέτωποι με δοξασίες και κινδύνους – βάζοντάς τα με τον Πρόξιμους Σίζαρ, θα αμφισβητήσουν ένα ολόκληρο μέλλον που έχει φαινομενικά ήδη χτιστεί για ολόκληρο των πληθυσμό πιθήκων και ανθρώπων.
Μια ιστορία για το πώς χαρισματικοί ηγέτες διαφθείρουν την παράδοση και την χρησιμοποιούν ως όπλο για τη διάδοση προπαγάνδας και δικών τους βλέψεων (στο ρόλο του Πρόξιμους Σίζαρο Κέβιν Ντουράντ του “Lost” βάσισε εν μέρει την ερμηνεία του στον Ίλον Μασκ), το φιλμ παίρνει τον χρόνο του για να παρουσιάσει τον κόσμο του, και ίσως γι’αυτό δεν αποφεύγει κι αρκετές κοιλιές στην αφήγηση, δίχως να παραδίδει αντίστοιχα πολλά πυροτεχνήματα.
Όμως σε αυτό τον γενικότερα ευπρόσδεκτο ρυθμό για μπλοκμπάστερ, που αποφεύγει τις φόρμουλες και τις ευκολίες, ο σεναριογράφος Τζος Φρίντμαν (“Avatar: The Way of Water”) κι ο σκηνοθέτης Γουές Μπολ (“Maze Runner”) επιλέγουν αντιθέτως να εστιάσουν σε μικρότερες στιγμές (ακόμα και στη φυσιολογία των περιοχών και στη χλωρίδα και την πανίδα τους) αλλά και σε ενδιαφέρουσες συγκρούσεις και συναντήσεις που δεν αποτυπώνονται μονοκόμματα: Η αντιπαραβολή του νεαρού πιθήκου Νόα με την άνθρωπο Νόβα, με τη ρευστότητα των στόχων τους και την ευθύτητα των κινήτρων τους, δημιουργεί μια πολύ ενδιαφέρουσα δυναμική.
Η οποία στηρίζεται φυσικά στην εντυπωσιακή δουλειά στα εφέ, που σου επιτρέπει να ξεχάσεις την CGI πραγματικότητα που λαμβάνεις, αλλά και τις motion capture ερμηνείες που επιτυγχάνουν (σε συνδυασμό με τα εφέ) μια άρτια ροή στην επικοινωνία των χαρακτήρων – άνθρωπος δίπλα στο CGI, με τρόπο που σταματά γρήγορα να ξενίζει και να σε πετάει έξω.
Στην τρίτη πράξη το φιλμ πέφτει στην αναγκαιότητα του να στήσει πρωτίστως το ενδεχόμενο ενός μελλοντικού storyline, αλλά ακόμα κι αυτό το κάνει με προσοχή και υπομονή. Υπάρχει μια έγνοια εδώ, πολιτική και περιβαλλοντική, που αγκαλιάζει τελικά το σύνολο αυτών των ταινιών, που ξέρει πως πρέπει να υπάρχει χρόνος για να ακούσεις το χτύπημα των φτερών ενός πτηνού (κι ας είναι και CGI), και που ξέρει πως είναι διαχρονικά κουλ το να κοιτάς πιθήκους να καβαλάνε άλογα και να χτίζουν πρώιμες μηχανικές κατασκευές. Ακόμα κι αν δεν είναι η καλύτερη ή η πιο συναρπαστική της μοντέρνας σειράς ταινιών, είναι έστω αρκετά καλή – κάποιες φορές, κι αυτό είναι απολύτως σημαντικό.