Συχνά, όταν αναφερόμαστε στην επίκληση στην αυθεντία, στο συναίσθημα και στη λογική, καταλήγουμε να υπογραμμίζουμε τις βασικές στρατηγικές της επιχειρηματολογίας. Ωστόσο, η επίκληση στην καταγωγή είναι μια στρατηγική που έχει στενή σχέση με την ταυτότητα.
Η πολιτική! Εκείνο το πεδίο όπου η λογική και τα δεδομένα ταπεινώνονται με κάθε ευκαιρία από το ατελείωτο χορό της επίκλησης στην καταγωγή. «Είμαι βλάχος», «είμαι Μακεδόνας», «είμαι ντόπιος»… Μάλιστα, γιατί το ποιος είσαι φαίνεται να λέει περισσότερα για τις πολιτικές σου ικανότητες από οποιοδήποτε άλλο επιχείρημα.
Η παροιμία «είδες βλάχο, σε είδε πρώτος» είναι ίσως το καλύτερο παράδειγμα. Ποιος χρειάζεται πολυσέλιδες αναλύσεις, στατιστικά ή έρευνες όταν μπορείς απλά να χρησιμοποιήσεις την καταγωγή σου ως το απόλυτο τροπάριο σε κάθε συζήτηση;
«Γιατί να χρησιμοποιήσω στοιχεία, λογική ή ακόμα και βασικές γνώσεις, όταν μπορώ απλώς να χτυπήσω το στήθος μου λέγοντας πόσο περήφανος είμαι για την καταγωγή μου;». Το απόλυτο καταφύγιο του ανίκανου, της πολιτικής ανεπάρκειας και της αποτυχίας.
Και ενώ όλοι γνωρίζουμε ότι η ταυτότητα και η καταγωγή είναι σημαντικές, το να τις χρησιμοποιούμε ως μόνο επιχείρημα σε μια συζήτηση είναι το ισοδύναμο του να παίζεις ποδόσφαιρο δίχως μπάλα: είναι αναποτελεσματικό, γελοίο και δείχνει ότι πραγματικά δεν ξέρεις τι κάνεις.
Τελικά, ίσως το καλύτερο είναι να αφήσουμε την καταγωγή μας εκτός των πολιτικών συζητήσεων και να αναζητήσουμε καλύτερα επιχειρήματα. Γιατί, στο τέλος της ημέρας, αν το μόνο που έχεις να προσφέρεις είναι το πού κατάγεσαι, τότε πραγματικά δεν έχεις πολλά να πεις.