Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 89 ετών, η σπουδαία ηθοποιός Άννα Συνοδινού, έχοντας διαγράψει μία σημαντική πορεία στο θέατρο, που ξεπέρασε τα σύνορα. Κόσμησε τις θεατρικές σκηνές, αλλά και το Κοινοβούλιο, όπου εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής το 1974, με τη ΝΔ, ενώ διετέλεσε για ένα διάστημα υφυπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών.
Η κηδεία της θα γίνει τη Δευτέρα από το Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
Ηθοποιός με σπάνιο μέταλλο φωνής, προσωπικότητα χαρισματική, γυναίκα με ισχυρή θέληση και πείσμα, η ‘Αννα Συνοδινού τίμησε την τέχνη της όσο λίγοι. Η σπουδαία τραγωδός, υπηρέτησε με συνέπεια και ήθος το σανίδι σε μια καλλιτεχνική πορεία, που μετρά μόνο επιτυχίες και τιμητικές διακρίσεις.
Κυρίαρχη μιας τερατώδους τεχνικής, έπλαθε τους ρόλους της με αφοπλιστική ευχέρεια.
Πίστευε στην αξία του ποιητικού θεάτρου και το υπηρέτησε με άξονα την ανάδειξη του λόγου.
Διέπρεψε τόσο στο κλασικό όσο και στο σύγχρονο δραματολόγιο, ερμηνεύοντας ηρωίδες σε τραγωδίες, κωμωδίες και απειράριθμους χαρακτήρες σε δράματα και κωμωδίες Ελλήνων και ξένων συγγραφέων.
Η ερμηνεία της στην «Αντιγόνη» με σκηνοθέτη τον Αλέξη Μινωτή (Επίδαυρος, 1956) την καθιέρωσε ως άξια ερμηνεύτρια τραγικών ηρωίδων. Η «Άλκηστις» με σκηνοθέτη τον Τάκη Μουζενίδη (1963) και η «Ελένη» (1966) με σκηνοθέτη τον Γιώργο Θεοδοσιάδη, μαζί με τις εξαίσιες «Ιφιγένειές εν Αυλίδι» σε σκηνοθεσία Κώστα Μιχαηλίδη (1957 και 1958, 1961) υπήρξαν μεγάλες προσωπικές της επιτυχίες και την τοποθέτησαν στις πλέον εξέχουσες θέσεις των τραγωδών ηθοποιών του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου.
Η πρώτη της θεατρική εμφάνιση πραγματοποιήθηκε στην τρίπρακτη κωμωδία «Τα παιδιά του Εδουάρδου», θίασος Κοτοπούλη με την Κυβέλη, τον Ιούνιο του 1950.
Το καλοκαίρι του 1955 πρωτοεμφανίζεται στην Επίδαυρο, ενσαρκώνοντας την Πολυξένη στην «Εκάβη», δίπλα στους Κατίνα Παξινού, Θ.Κωτσόπουλο και Αλέξη Μινωτή. Αποχωρώντας από το Εθνικό (1956-1964) όπου πρωταγωνίστησε σε δεκάδες έργα του αρχαίου και νεώτερου ρεπερτορίου, ιδρύει την«Ελληνική Σκηνή» (1965).
Υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του Θεάτρου του Εθνικού Κήπου (πρώην Βασιλικού Κήπου), καθώς και του Θεάτρου του Λυκαβηττού που για πολλά χρόνια υπήρξε θιασάρχης.
Συνεργάστηκε με την «αφρόκρεμα» του θεάτρου (Ροντήρη, Κοτοπούλη, Κυβέλη, Παξινού, Μινωτή, Μυράτ, Μουζενίδη, Καλλέργη, Σολομό, Κωτσόπουλο κ.α.), ενώ είχε εκπροσωπήσει τη χώρα μας σε διάφορα Φεστιβάλ στο εξωτερικό με παραστάσεις αρχαίου δράματος.
Την περίοδο της δικτατορίας, 1967-1972, διακόπτει, διαμαρτυρόμενη, τις θεατρικές της δραστηριότητες και μετέχει στην Αντίσταση. Κατασχέθηκαν το θέατρό της στον Λυκαβηττό και το διαβατήριό της, ματαιώνοντας έτσι περιοδεία στο εξωτερικό. Κατά το διάστημα αυτό εργάστηκε ως δακτυλογράφος στην εισαγωγική-εξαγωγική εταιρεία του συζύγου της, Γιώργου Μαρινάκη.
Μετά από πεντάχρονη απουσία (1967-1972) επιστρέφει στο χώρο του θεάτρου με το ίδιο έργο με το οποίο εγκατέλειψε τη σκηνή: την «Ηλέκτρα» με τον Αλέκο Αλεξανδράκη στο ρόλο του Ορέστη. Από το 1971 έως το 1986 συνεργάζεται κυρίως με το Εθνικό Θέατρο, ωστόσο από το 1974 τα πολιτικά της καθήκοντα την υποχρέωσαν να απέχει κατά διαστήματα από τη σκηνή.
Το 1974 εξελέγη βουλευτής Α’ Αθήνας με τη Νέα Δημοκρατία.
Διετέλεσε υφυπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών (1977-1981) και δημοτική σύμβουλος Αθηναίων το 1987-1989 με τον συνδυασμό «Νέα Εποχή» του Μιλτιάδη Έβερτ.
Από την κοινοβουλευτική έπαλξη διέπρεψε σε προτάσεις και έργα νομοθετικού περιεχομένου για την προστασία των γερόντων, της μητρότητας, των παιδιών και ατόμων με ειδικές ανάγκες.
Στον καλλιτεχνικό τομέα εισήγαγε τα μαθήματα καλλιτεχνικής παιδείας στη Μέση Εκπαίδευση, πρότεινε την ένταξη των ηθοποιών στο ΙΚΑ, την ίδρυση της Κρατικής Σχολής Ορχηστικής Τέχνης, την καλύτερη λειτουργία των μουσικών ιδρυμάτων κ.ά.
Τον Μάρτιο του 1990 παραιτήθηκε του βουλευτικού της αξιώματος κατά τη διαδικασία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας. Σε μία από τις ψηφοφορίες, η βουλευτής των Οικολόγων ΕναλλακτικώνΜαρίνα Δίζη, όταν κλήθηκε να ψηφίσει, άνοιξε ένα πανό, το οποίο έγραφε «Φτάνει το θέατρο για το +1, τον Πρόεδρο και το νέφος».
Η ενέργεια αυτή εξόργισε την Άννα Συνοδινού, που σε ένδειξη διαμαρτυρίας υπέβαλε την παραίτησή της, τόσο από το βουλευτικό της αξίωμα, όσο και από το κόμμα της. Έκτοτε, δεν ξανασχολήθηκε με την πολιτική.