(Ἀφιερωμένο σὲ ὅσους ἔχουν χάσει δικούς τους ἀνθρώπους)
– Πέθανε, σοῦ λένε.
– Καὶ πότε θὰ γυρίσῃ; ῥωτᾷς.
– Δὲ θὰ γυρίσῃ, πάει.
Κι αὐτὸ τὸ «πάει», αὐτὸ τὸ τελεσίδικο, τὸ μαῦρο τοῦ θανάτου, ἀρνεῖσαι νὰ τὸ πιστέψῃς, διότι ἀδυνατεῖς νὰ τὸ καταλάβῃς.
Πῶς γίνεται κάποιος ποὺ μέχρι χθὲς ἦταν ἐδῶ, νὰ μὴν εἶναι πιά;
Πῶς γίνεται νὰ μὴν τὸν ξαναδῇς, νὰ μὴν ξανακούσῃς τὴ φωνή του, νὰ μὴν τὸν ἀγγίξῃς ξανά;
Αὐτὰ εἶναι τὰ πρῶτα ἐρωτήματα ποὺ γεμίζουν τὸ μυαλό σου. Κι ἔπειτα, τὸ κενό, τὸ βαρύ ἀναπόφευκτο κενό, ποὺ ἁπλώνεται μέσα σου καὶ σὲ καθηλώνουν.
Δὲν μπορεῖς νὰ τὸ δεχτῇς. Δὲν μπορεῖς νὰ πιστέψῃς ὅτι, αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾷς τόσο πολύ, δὲν εἶναι ἐδῶ. Ὅσο κι ἂν σοῦ τὸ λένε, ὅσο κι ἂν τὸ ἐπαναλαμβάνουν, ἐσὺ δὲν τὸ δέχεσαι. Γιατὶ τὸν νιώθεις. Στὶς πιὸ ἥσυχες στιγμές, τὸν νιώθεις ἐκεῖ κοντά. Σὰν νὰ μὴν ἔφυγε ποτέ.
Ἡ φωνή του, ἠχεῖ στ’ αὐτιά σου. Τὸ γέλιο του, ἀντηχεῖ στοὺς τοίχους τοῦ σπιτιοῦ. Ἡ παρουσία του, γεμίζει τὸν χῶρο γύρω σου. Ἡ μνήμη παίζει τὸ δικό της παιχνίδι, φέρνοντάς τον κοντά σου, σὰν νὰ προσπαθῇ νὰ σὲ παρηγορήσῃ.
Μὰ ὁ χρόνος περνᾷ, καὶ ἡ ἀπουσία γίνεται ὅλο καὶ πιὸ βαριά.
Οἱ ἀναμνήσεις, ποὺ κάποτε σοῦ ἔφερναν χαμόγελο, τώρα σὲ γεμίζουν μὲ δάκρυα. Ξέρεις πὼς δὲν θὰ τὸν ξαναδῇς. Ξέρεις πὼς ἡ ἀγκαλιά του εἶναι πιὰ μακρινή, μὰ ἀκόμα τὴν νιώθεις. Ἡ ἀγάπη, βλέπεις, δὲν πεθαίνει ποτέ. Ἀκόμα κι ἂν τὸ σῶμα φύγῃ, ἡ ψυχὴ παραμένει κάπου κοντά. Στὸ μυαλό σου, στὴν καρδιά σου, στὶς στιγμὲς ποὺ μοιράζεσαι.
Ἡ θύμησή του, γίνεται ἡ σκιά σου.
Σοῦ κρατᾷ συντροφιὰ στὶς μοναχικὲς ὧρες, ὅταν ὅλοι οἱ ἄλλοι ἔχουν φύγει…
Ἡ φωνή του, σὲ ξυπνᾷ. Τὸ χαμόγελό του σὲ γαληνεύει.
Ξέρεις πὼς δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιστρέψῃ, μὰ δὲν παύεις νὰ τὸν περιμένῃς. Κάθε βράδυ, κλείνεις τὰ μάτια μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ τὸν δῇς ξανά. Ἔστω σὲ ἕνα ὄνειρο, ἔστω γιὰ μιὰ στιγμή, γιὰ νὰ πάρῃς λίγη δύναμη ἀπὸ τὴν παρουσία του.
Καὶ ὅταν ἐκείνη ἡ στιγμὴ ἔρχεται, ὅταν τὸν βλέπῃς ξανὰ στὰ ὄνειρά σου, ἡ καρδιά σου γεμίζει χαρά, ἀλλά, χμμμ! καὶ θλίψη μαζί. Γιατὶ ξέρεις πὼς εἶναι φευγαλέα, πὼς δὲν θὰ διαρκέσῃ. Καὶ ὅταν ξυπνᾷς, τὸ κενὸ εἶναι ἀκόμα ἐκεῖ, πιὸ βαθὺ ἀπὸ πρίν.
Δύσκολες οἱ ἀπώλειες, δύσκολο νὰ τὶς ἀποδεχτῇς. Μὰ πιὸ δύσκολο εἶναι νὰ ἀποδεχτῇς ὅτι ἡ ἀγάπη δὲν τελειώνει. Παραμένει… Παραμένει σὲ κάθε ἀνάμνηση, σὲ κάθε σκέψη, σὲ κάθε χαμόγελο ποὺ σοῦ χάρισε.
Καὶ ξέρετε γιατί;
Γιατὶ ὅσοι ἀγαπήθηκαν δὲν ξεχνιοῦνται. Δὲν φεύγουν ποτέ, ὅσο κι ἂν ἡ ζωὴ συνεχίζεται.
Θὰ τὸν ἀγαπᾷς γιὰ πάντα. Ὄχι γιατὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ξεχάσῃς, ὄχι ὄχι, ἀλλὰ γιατὶ ἡ ἀγάπη δὲν ἐπιτρέπει τὴ λησμονιά. Κι ὅσο κι ἂν περνᾷ ὁ καιρός, θὰ καταλάβῃς πὼς οἱ ἀγαπημένοι ποὺ «ἔφυγαν» δὲν χάνονται. Παραμένουν ζωντανοὶ μέσα μας, στὶς καρδιές μας, στὶς ψυχές μας. Καὶ ἴσως μιὰ μέρα, ὅταν οἱ πληγὲς ἔχουν πιὰ γαληνέψῃ, νὰ μπορέσῃς νὰ τοὺς θυμηθῇς μὲ χαμόγελο, χωρὶς τὰ δάκρυα νὰ κυλοῦν στὰ μάτια σου.
Γιατὶ ἡ ἀγάπη δὲν πεθαίνει ποτέ.