Δυο νέες έρευνες υποστηρίζουν πως τα τεστ που διενεργούνται με δείγμα σάλιου είναι πιο αξιόπιστα από τα ρινικά rapid tests στην ανίχνευση της μετάλλαξης Όμικρον. Τι σημαίνει αυτό και τι αλλαγές πρόκειται να φέρει στον τρόπο με τον οποίο εξεταζόμαστε για τον κορονοϊό;
Τα rapid και τα self tests έχουν γίνει πια μέρος της ρουτίνας μας. Χιλιάδες άνθρωποι σε καθημερινή βάση κάνουν τα συγκεκριμένα τεστ, τόσο στο σπίτι τους όσο και σε κάποιο φαρμακείο ή διαγνωστικό κέντρο, προκειμένου να εξακριβώσουν εάν νοσούν από κορονοϊό και ύστερα να προχωρήσουν τις όποιες δραστηριότητες και δουλειές έχουν προγραμματίσει.
Τα rapid tests διακρίνονται, ουσιαστικά, σε δύο κατηγορίες: αυτά που λαμβάνουν δείγμα από τη μύτη και αυτά που λαμβάνουν δείγμα από τον στοματοφάρυγγα. Μέχρι στιγμής, η πλειοψηφία αυτών που κυκλοφορούν στην αγορά είναι ρινικά. Δύο έρευνες, ωστόσο, που πραγματοποιήθηκαν στις ΗΠΑ και τη Νότια Αφρική έρχονται να αλλάξουν τα δεδομένα, καθώς υποστηρίζουν πως τα ρινικά rapid tests δεν ανιχνεύουν με αξιοπιστία τη μετάλλαξη Όμικρον, σε αντίθεση με αυτά που χρησιμοποιούν δείγμα από τον φάρυγγα, τα οποία είναι πιο ευαίσθητα.
Rapid Tests: Τι δείχνουν μέχρι στιγμής οι έρευνες
Μία από τις έρευνες πραγματοποιήθηκε από επιστήμονες του COVID-19 Sports and Society Working Group στις ΗΠΑ. Στα πλαίσια αυτής της μελέτης, λοιπόν, οι ερευνητές συνέκριναν τα αποτελέσματα ρινικών rapid tests και μοριακών τεστ με δείγμα σάλιου, ανάμεσα σε 30 ανθρώπους που νοσούσαν από τη μετάλλαξη Όμικρον.
Το πόρισμα της έρευνας είναι εντυπωσιακό, μιας και τα ρινικά τεστ δεν ανίχνευσαν καμιά ενεργή λοίμωξη παρά μόνο μία μέρα μετά τη μοριακή εξέταση με σάλιο. Το ιικό φορτίο στον φάρυγγα, μάλιστα, κορυφώθηκε στις πρώτες δύο μέρες -στην περίπτωση πέντε ασθενών- προτού καν τα rapid tests δείξουν θετικό αποτέλεσμα.
«Παρατηρήσαμε ότι οι άνθρωποι ήταν ιδιαίτερα μολυσματικοί κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου υψηλού ιικού φορτίου στο σάλιο που δεν ανιχνεύονταν από τα ρινικά rapid tests» σημείωσε ο ο συγγραφέας της μελέτης, Blythe Adamson. Αυτή, όμως, δεν είναι η μοναδική έρευνα που έχει φτάσει σ’ αυτό το συμπέρασμα.
Αντίστοιχα, πρόσφατη μελέτη που πραγματοποιήθηκε από ερευνητές στη Νότια Αφρική, οι οποίοι εξέτασαν τις περιπτώσεις 67 ασθενών που έπασχαν από κορονοϊό, σημείωσε ότι τα τεστ σάλιου ήταν πιο αξιόπιστα από τα ρινικά στην περίπτωση της Όμικρον σε αντίθεση με εκείνη της Δέλτα.
Όμικρον: Ανιχνεύεται πιο εύκολα στον φάρυγγα;
Σύμφωνα με τις μελέτες, λοιπόν, που έχουν πραγματοποιηθεί σε όλο τον πλανήτη, το μόνο δεδομένο που έχουμε μέχρι στιγμής για την Όμικρον είναι πως μολύνει περισσότερο την ανώτερη αναπνευστική οδό και λιγότερο τους πνεύμονες. Ο Daniel Rhoads, παθολόγος και αντιπρόεδρος της Επιτροπής Μικροβιολογίας της Ένωσης Αμερικανών Παθολόγων, δήλωσε πως εξαιτίας αυτού «είναι λογικό, το υψηλότερο φορτίο του ιού να είναι σε ελαφρώς διαφορετική ανατομική θέση από τις προηγούμενες μεταλλάξεις του».
Την επιστημονική άποψη αυτή φαίνεται να υποστηρίζει ο Αμερικανός επιδημιολόγος, Eric Feigl-Ding, ο οποίος είχε σημειώσει στο Τwitter πριν από μερικές μέρες πως «τα δείγματα σάλιου (άρα και τα επιχρίσματα από το λαιμό) είναι πολύ καλύτερα στην ανίχνευση της Όμικρον», προσθέτοντας πως ο ιός βρίσκεται σε μεγαλύτερη ποσότητα στον φάρυγγα και αναπαράγεται πιο γρήγορα σε σχέση με τις προηγούμενες μεταλλάξεις.
Αντίθετος, ωστόσο, είναι ο Benjamin tenOever, μικροβιολόγος στο NYU Grossman School of Medicine, ο οποίος υποστηρίζει πως χρειάζεται ακόμη χρόνο για να ληφθούν αποφάσεις για τον τρόπο διεξαγωγής των τεστ ανίχνευσης του κορονοιού. «Δεν είναι πολύ λογικό τα ρινικά rapid tests να δίνουν διαφορετικά αποτελέσματα σε σχέση με τα φαρυγγικά, καθώς και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για το ανώτερο αναπνευστικό, οπότε δεν καταλαβαίνω τη διαφορά μεταξύ τους» κατέληξε.
Τι συμβαίνει, όμως, στην περίπτωση που τα τεστ με δείγμα σάλιου είναι πιο αξιόπιστα και πόσο εύκολη θα μπορούσε να είναι η διενέργεια μαζικών φαρυγγικών rapid tests στο σπίτι; Αυτή είναι η μία υπόθεση που έχει απασχολήσει αρκετούς επιστημονικούς φορείς ανά τον κόσμο, με τον αμερικανικό οργανισμό τροφίμων και φαρμάκων (FDA) να εκφράζει τον προβληματισμό του σχετικά με την ασφάλεια της λήψης δείγματος από τον φάρυγγα, χωρίς την επίβλεψη κάποιου ειδικού.