Όταν δεν γνωρίζουμε την ιστορία του τόπου μας, είμαστε άξιοι της μοίρας μας με αποτέλεσμα να την βιώσουμε ξανά.
Ο τόπος μας βρίσκεται κάτω από μια μυλόπετρα και οι τρεις μεγάλες δυνάμεις, στην ουσία, θέλουν να μας λειώσουνε. Αυτά τα έθνη δεν νοιάζονται για την ελευθερία μας. Τα συμφέροντά τους κοιτάνε και τίποτε άλλο. Από τον πρώτο χρόνο, που κάναμε την επανάσταση, μας πλησιάσανε και θέλανε, λέει, να μας προστατέψουνε.
Ο προστάτης, όμως, γίνεται πάντα αφεντικό. Μαζί τους πήγαν κοτζαμπάσηδες, τσιφλικάδες, δεσποτάδες, καραβοκύρηδες, τοκογλύφοι.. Οι προεστοί, οι κοτζαμπάσηδες, αγόραζαν τις δημόσιες δημοπρασίες μιας επαρχίας, για παράδειγμα, 1.000 γρόσια και χρέωναν τους ραγιάδες 10.000 και παραπάνω. Από τις 10.000 μόνο τα 1.000 γρόσια πήγαιναν στον Σουλτάνο, 3.000 έδιναν στον Βοεβόδα της επαρχίας και 6.000 μπαίναμε στο κεμέρι τους! Έτσι φτιάχτηκαν, μ’ αυτά τα πρόσωπα, μέχρι σήμερα όλες οι κυβερνήσεις, Μαυροκορδάτου, Μαυρομιχάλη, Ζαΐμη, Κωλέτη, Κουντουριώτη… Μια νύχτα που δεν έκλεινα μάτι, η ζωή μου γύρισε όλη πίσω. Όλη τη νύχτα έβλεπα κομμένα κεφάλια Κολοκοτρωναίων..
Ο Δημητράκης Τσεργίνης, ο προπάππος του πατέρα μου, ο Μπότσικας, ο παππούς του, ο Γιάννης, ο δικός μου παππούς, ο πατέρας μου, οι μπαρμπάδες μου, τα αδέρφια μου, τα ξαδέρφια μου.. μια πυραμίδα κομμένα κεφάλια και κορμιά. Τι έκαναν; πολέμησαν για την πατρίδα. Και τι κέρδισαν; Μια ζωή βασανισμένη. Πείνα, δίψα, φτώχεια, αρρώστια, ξολοθρεμό και φρίκη. Και στο τέλος, ένα μαρτυρικό θάνατο.
Κι εγώ, τι έκανα; Τριανταπέντε χρονώ και δεν είχα ψωμί να φάω, τα παιδιά μου να ταΐσω, τόπο να σταθώ. Ενώ οι προσκυνημένοι, οι φίλοι των Τούρκων, οι προύχοντες, οι κοτζαμπάσηδες, οι βολεμένοι; Αυτοί τι σου λέγανε; Δεν βλέπεις ποιος είναι ο Δεληγιάννης, ο Ζαΐμης, ο Λόντος, ο Νοταράς, ο Σισίνης, ο Παπαδιαμαντόπουλος στην Κόρθο, ο Μπενιζέλος Ρούφος και ο Κανακάρης στην Πάτρα, οι Μαυρομιχαλαίοι, οι μπέηδες της Μάνης; Τα σπίτια τους πασαλίδικα! Τα κελάρια τους γεμάτα!
Τα παιδιά τους ίδια αρχοντόπουλα!
Κι αρματωμένοι μισθοφόροι να τους φυλάνε πέρα-δώθε. Και οι δεσποτάδες παρόμοια. Λίγες εξαιρέσεις. Για όλους αυτούς πατρίδα ήταν το πουγκί τους, το συμφέρον τους. Η αληθινή πατρίδα ήταν για όλους τους άλλους, τους χαζούς, τους τρελούς, σαν εμένα που γύρευα να γκρεμίσω τη μεγαλύτερη αυτοκρατορία του κόσμου με λίγους πεινασμένους. «Θεόδωρος Κολοκοτρώνης»
Απόσπασμα από το βιβλίο του Θεόδωρου Δ. Παναγόπουλου