Στη Διάβα για την επιμνημόσυνη δέηση υπέρ των πεσόντων στην Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, ο Χρίστος Λιάπης.
Στη Διάβα για την επιμνημόσυνη δέηση υπέρ των πεσόντων στην Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, την οποία τέλεσε, κατά την Κυριακάτικη λειτουργία ο εφημέριος του Ι. Ν. του Αγίου Δημητρίου, π. Ηρακλής Φίλιος, με αφορμή τη συμπλήρωση 566 χρόνων από την αποφράδος εκείνη ημέρα της 29ης Μαίου 1453, βρέθηκε ο γιατρός και Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών Χρίστος Λιάπης.
Ο Δρ. Λιάπης ανέφερε σχετικά: «Ο π. Ηρακλής Φίλιος είναι ένας φωτισμένος κληρικός που δίνει ξεχωριστή πνοή στη λατρευτική και πνευματική ζωή της ενορίας του, με τις θεόπνευστες πρωτοβουλίες του. Όπως η τέλεση επιμνημόσυνης δέησης για τους πεσόντες στην Άλωση της Κωσταντινουπώλεως, τη θλιβερή επέτειο της οποίας θρηνήσαμε και φέτος, λίγες ημέρες πρίν, στις 29 Μαίου. Με αυτήν την αφορμή, θυμήθηκα ένα δοκίμιό μου για την Πόλη, με τίτλο «Έξελθε πόνε βασιλεύ…», το οποίο είχε βραβευθεί σε Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό. Το είχα γράψει με αφορμή τη συμμετοχή μου, τον Ιανουάριο του 2003, ως φοιτητής της Ιατρικής, τότε, σε ένα Συνέδριο που έλαβε χώρα στην Κωνσταντινούπολη, αφιερωμένο στη βελτίωση της ποιότητας της ζωής των χρονίως νευρολογικώς πασχόντων. Άλλωστε, στις 30 Μαίου, μία ημέρα μετά τη θλιβερή επέτειο της αλώσεως, είναι η Παγκόσμια Ημέρα για την αντιμετώπιση της Σκλήρυνσης Κατά Πλάκας.
«Έξελθε πόνε βασιλεύ…»
Μια πόλη πολιορκημένη είναι και ο κάθε Παρκινσονικός, με τα βασικά του γάγγλια επασβεστωμένα, σαν τα ψηφιδωτά της Αγια-Σοφιάς, με το ιαμβικό του βάδισμα, σκυφτό -κυνηγώντας με τα κοφτά του βήματα το κέντρο βάρους του που γέρνει μπροστά- για να μην πέσει. Μια πόλη σαν την αλωμένη Κωνσταντινούπολη, σαν τη σημερινή Ισταμπούλ που προσπαθεί να ισορροπήσει το κέντρο βάρους της ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, ανάμεσα στο παρελθόν και στο μέλλον των αιώνων.
Η λαχτάρα του κάθε πάσχοντος από την νόσο του Parkinson ανεβαίνει κάθε μέρα στις πολεμίστρες και κοιτάζει έξω από τα τείχη, κοιτάζει τις στρατιές των συμπτωμάτων που πληθαίνουν, τα στίφη του πόνου (σωματικού και ψυχικού) που ετοιμάζονται να τον αλώσουν. Κοιτάζει και προς τα ‘θαλασσινά τειχιά’, προσμένει με αγωνία κάποια βοήθεια «απ’ τη Δύση», ένα νέο φάρμακό, μια καινούρια θεραπεία που θα ανασχέσει την προδιαγεγραμμένη πορεία. Κανένα όμως καράβι δε φαίνεται στον ορίζοντα. Αργόπρεποι, γαρ, οι δρόμοι των νέων θεραπειών και μέχρι εκείνες να μπορέσουν να εφαρμοστούν πρέπει οι πολιορκημένοι Παρκινσονικοί να βρούν μέσα τους τις δυνάμεις που θα στηρίξουν την αξιοπρέπεια και την ποιότητα της ζωής τους, μέχρι το τέλος της πολιορκίας.
Στις διαφάνειες ξεδιπλώνεται το επιλεγόμενο ‘Παρκινσονικό Προσωπείο’, το ‘παγωμένο πρόσωπο’ των παρκινσονικών, καθώς η δυσκαμψία και η βραδυκινησία εμποδίζουν την εκφραστικότητά τους. Αισθήματα καθηλωμένα, μαρμαρωμένα, αποκομμένα από την προσωπική εξωτερίκευση, πρόσωπο σαν τη νεκρική μάσκα του βασιλιά Αγαμέμνονα. Το ‘μαρμαρωμένο’ πρόσωπο της διαφάνειας παίρνει μέσα μου τη μορφή του ‘Μαρμαρωμένου Βασιλιά’, του τελευταίου αυτοκράτορα και υπερασπιστή της Πόλης, του καθενός Παρκινσονικού που ρίχνεται στη μάχη ενάντια στα στίφη της αρρώστιας και μέσα στην απελπισία του ζητά τον αξιοπρεπή θάνατο: «Δεν υπάρχει κανένας Χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;….» Πολεμά μόνος, χωρίς τα αυτοκρατορικά εμβλήματα, για να τον αναγνωρίσουν μετά θάνατον, από τους αετούς στις περικνημίδες, [“…ει μη το τεθνεός πτώμα του βασιλέως ευρόντες, ο εγνώρισαν εκ των βασιλικών περικνημίδων ή και πεδίλων, ένθα χρυσοί αετοί ήσαν γεγραμμένοι, ως έθος υπήρχε τοις βασιλεύσι….”] όταν ο πόνος θα έχει πια περάσει και η πολιορκία θα έχει πια λυθεί. «Έξελθε Πόνε Βασιλεύ…» και μακάρι, από το συνέδριο που έγινε στην Πόλη της οποίας οι κάτοικοι φτάσανε κάποτε στο ύψιστο σημείο να παρηγορούν με τα τραγούδια τους την ίδια την Παναγιά, να αναβρύσει –σαν το αγίασμα της Μπαλουκλιώτισσας- μια μικρή στάλα παρηγοριάς για όλους τους χρονίως πάσχοντες και για τις οικογένειές τους.
«Σώπασε κυρά – Δέσποινα και μην πολυδακρύζεις……»
Τα αναφέρει, όλα αυτά τα θαυμαστά, με ενάργεια στο βιβλίο του «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος» και ο αείμνηστος Καθηγητής μου στο Αιγινήτειο, κατά το διάστημα που έκανα τον χρόνο άσκησης στη Νευρολογία, Δημήτριος Βασιλόπουλος, παραθέτωντας από τις ιστορικές περιγραφές: «Ουκ ην συνδρομής και βοηθείας ελπίς ουδεμία, ο δε τον ίππον κεντήσας δραμών έφτασε ένθα το πλήθος των ασεβών ήρχετο….βρυχόμενος ως λέων και την ρομφαίαν εσπασμένην έχων εν τη δεξιά πολλούς των πολεμίων απέσφαξε και το αίμα ποταμηδόν εκ των ποδών και των χειρών αυτού έρρεε»…… «Ουκ έστι τις των χριστιανών του λαβείν την κεφαλήν μου απ´ εμού; – Ην γαρ μονώτατος απολειφθείς….έπεσε κατά γης, ούτε γαρ ήδεσαν ότι ο βασιλεύς έστιν, αλλά ως κοινόν στρατιώτην τούτον θανατώσαντες αφήκαν»…… «Θε μου και τώρα τι που ‘χε με χίλιους να παλέψει χώρια με τη μοναξιά του»…… «Κι η ερημιά πολλή που να χωρά ο Θεός».