Το να υπάρχει εμπιστοσύνη ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά είναι μεγάλη υπόθεση. Αρκεί όμως αυτό για να είμαστε σίγουροι ότι θα μας μιλήσουν εγκαίρως για ό,τι τους συμβαίνει; Ένας παιδοψυχίατρος απαντά.
Υπάρχουν παιδιά που μιλάνε ευκολότερα στους γονείς τους για ό,τι τους συμβαίνει και άλλα που δεν το κάνουν. Μερικές φορές, προφανώς είναι η σχέση που έχουν αναπτύξει με την οικογένεια που τα ενθαρρύνει. Δεν έχει όμως πάντα να κάνει με αυτό.
Συνήθως –και χωρίς αυτό να είναι ο κανόνας– τα παιδιά μιλούν περισσότερο στους γονείς τους όσο είναι μικρά. Μεγαλώνοντας, ιδιαίτερα κατά την εφηβεία, κλείνονται περισσότερο στον εαυτό τους. Οι διεργασίες που συμβαίνουν στην ψυχή και το σώμα ενός εφήβου είναι πολλές και πολύπλοκες, και κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί για το πώς θα επηρεάσουν το κάθε παιδί.
Εφηβεία και εμπιστοσύνη: Μια απρόβλεπτη περίοδος
Σύμφωνα με νέα δεδομένα των νευροεπιστημών, υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι για τους οποίους τα παιδιά στην εφηβεία δεν ακούνε τις μητέρες τους, που έχουν να κάνουν με την ανάπτυξη του εγκεφάλου. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να ξέρουμε πότε πρέπει όντως να αφήσουμε έναν έφηβο στην ησυχία του.
Από την άλλη, τα όλο και περισσότερα περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης, βίας και bullying που φτάνουν στα αυτιά μας καθιστούν πιο επιτακτική την ανάγκη να έχουμε μια σχέση εμπιστοσύνης με τα παιδιά μας. Μια σχέση μέσα στην οποία θα μπορούν να μας μιλήσουν για ό,τι τους συμβαίνει και τα απασχολεί, χωρίς φόβο, ώστε κι εμείς να νιώθουμε ότι θα μπορέσουμε εγκαίρως να τα βοηθήσουμε.
Πώς θα κάνεις το παιδί σου να σε εμπιστεύεται και να μιλάει ανοιχτά
Για να μάθουμε πώς μπορούμε να χτίσουμε αυτή την εμπιστοσύνη, μιλήσαμε με τον παιδοψυχίατρο Γιώργο Ξυλούρη, ειδικευμένο σε θέματα παιδικής και εφηβικής κακοποίησης. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ό,τι το να μεγαλώνει ένα παιδί σε «υγιές» και «φυσιολογικό» οικογενειακό περιβάλλον, όπου εισπράττει αναγνώριση, αποδοχή και αγάπη, είναι αρκετό. Ωστόσο, ο κ. Ξυλούρης ξεκαθαρίζει ότι τα πράγματα δεν είναι μονοσήμαντα, ούτε απλά: «Δεν είναι εξασφαλισμένο ότι όσο καλά και να έχουν πάει τα πράγματα σε μια οικογένεια, το παιδί θα μας μιλάει πάντα».
Υπάρχουν βέβαια κάποιοι παράγοντες που αυξάνουν τις πιθανότητες να συμβεί αυτό. Ποιοι είναι; «Καθώς η εφηβεία είναι συνέχεια άλλων αναπτυξιακών φάσεων, είναι χρήσιμο το παιδί μέχρι αυτή την ηλικία να έχει εσωτερικεύσει μια καλή λειτουργία και σχέση με τους γονείς του. Να έχει την αίσθηση ότι οι γονείς το αγαπούν και το αποδέχονται, το διακρίνουν ως άτομο ξεχωριστό και διαφοροποιημένο από αυτούς, και είναι εκεί για να το ακούσουν και να το στηρίξουν. Να νιώθει καλά με τον εαυτό του και να μπορεί να τον διαχωρίζει από τους άλλους».
Παιδιά και εμπιστοσύνη: Οι παράγοντες που συμβάλλουν σε μια καλή σχέση
Για να συμβεί κάτι τέτοιο «είναι σημαντικό οι γονείς να είναι διαθέσιμοι σε όλες τις φάσεις ανάπτυξης του παιδιού, αλλά και στην εφηβεία. Να είναι παρόντες, όχι πιεστικοί αλλά σταθεροί. Να κάνουν το παιδί να νιώθει ότι είναι εκεί και θα το υποστηρίξουν ακόμη κι αν διαφωνήσουν.
Βέβαια, δεν αντιλαμβάνονται όλοι οι γονείς με τον ίδιο τρόπο τι συνιστά το «είμαι κοντά στο παιδί μου από νωρίς». Ο κ. Ξυλούρης εξηγεί: «Μπορεί οι γονείς να είναι πολύ κοντά στο παιδί, τόσο κοντά που να του προκαλούν άθελά τους ασφυξία, να μην του αφήνουν περιθώρια αυτενέργειας. Το “είμαι κοντά στο παιδί” είναι μια ευαίσθητη κατανόηση διαθεσιμότητας, σωματικού και ψυχικού συντονισμού στις ανάγκες του παιδιού και στην ανταπόκριση των συνθηκών που θέτει η πραγματικότητα.
»Για παράδειγμα, μπορεί όταν επιστρέφω από τη δουλειά, να είμαι ως γονιός διαθέσιμος και να περνάω ποιοτικό χρόνο με το παιδί μου. Μπορώ όμως να αντέξω συναισθηματικά, όταν το παιδί μου δεν το θέλει αυτό κάποιες φορές;»
Κατανοώντας ότι το χτίσιμο μιας σχέσης δεν μπορεί να γίνει βάσει συγκεκριμένης συνταγής, αντιλαμβανόμαστε πως αρκετά πράγματα παίζουν ρόλο. Η σχέση ας πούμε του ζευγαριού μεταξύ τους είναι επίσης σημαντική. Οι γονείς δεν χρειάζεται να είναι τέλειοι. Χρειάζεται να είναι καλά μεταξύ τους και να φαίνεται ότι αποδέχονται, συγχωρούν και αγαπούν ο ένας τον άλλον, πρόθυμοι και έτοιμοι να βρίσκουν από κοινού λύσεις ακόμα και όταν προκύπτουν διαφωνίες.
«Παράλληλα, όταν δε μπορούν να βρίσκουν λύσεις, να είναι σε θέση να το αναγνωρίζουν, να το αντέχουν και να μην απειλούνται από την αβεβαιότητα. Να μην καταλαμβάνονται από αίσθημα ανημποριάς και απελπισίας επειδή αισθάνονται ότι δεν έχουν τον έλεγχο και δεν είναι παντοδύναμοι», συμπληρώνει.
Οι παράγοντες που δεν είναι στο χέρι μας
Το γύρω δίκτυο παίζει επίσης ρόλο. «Οι φίλοι, το σχολείο και το πώς το παιδί σχετίζεται μαζί τους χωρίς να χάνει την αυτονομία είναι σημαντικά. Πρέπει να υπάρχει επικοινωνία γονέα-σχολείου, αλλά να μην είναι πολύ σφιχτά τα πράγματα. Να νιώθει το παιδί ότι υπάρχει ελευθερία, ότι αυτός είναι ο χώρος του», αναφέρει ο ειδικός.
Υπάρχουν και άλλοι παράγοντες, τυχαία περιστατικά, για τα οποία ελάχιστα μπορούμε να κάνουμε ως γονείς, εξηγεί ο κ. Ξυλούρης: «Μεγάλες αλλαγές και απώλειες στην οικογένεια μπορεί να κλονίσουν την εμπιστοσύνη. Σε έναν έφηβο, το σεξουαλικό και επιθετικό ενορμητικό φορτίο είναι έντονα, ενώ είναι πλέον σωματικά πιο ικανός να πραγματοποιήσει σεξουαλικές ή επιθετικές φαντασιώσεις, ακόμα και με εσωτερικευμένες φιγούρες του στενού του οικογενειακού περιβάλλοντος. Έτσι, μπορεί να αγχώνεται και να φοβάται πάρα πολύ, αν οι φαντασιώσεις του προκαλέσουν τριγμούς, δυσάρεστες αλλαγές, απώλειες ή “φαντασιωσικές καταστροφές”.
»Αν, για παράδειγμα, τύχει να υπάρξει ένα γεγονός που να σηματοδοτεί μία σημαντική απώλεια, π.χ διαζύγιο γονέων ή απώλεια ενός γονέα, είναι πιθανό –πέρα από τον πόνο και το σοκ της απώλειας με τα οποία έρχεται αντιμέτωπος ο έφηβος– να αισθάνεται τρομοκρατημένος ή και ένοχος ότι αυτός έχει προκαλέσει αυτές τις “καταστροφές”. Μπορεί να είναι εξαιρετικά δύσκολο για έναν έφηβο να το εκφράσει αυτό, είτε γιατί φοβάται ότι θα τιμωρηθεί, θα απορριφθεί, θα εγκαταλειφθεί, είτε γιατί έτσι μπορεί ακόμα και να το “επαναλάβει”, να επιφέρει μια επόμενη, νέα “καταστροφή”.
»Σε ένα άλλο παράδειγμα, αν ένας έφηβος νιώθει ενοχές για τις ερωτικές του φαντασιώσεις, τότε πιο δύσκολα θα εκμυστηρευτεί στους γονείς του κάτι που να σχετίζεται με τη σεξουαλικότητά του».
Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι το χτίσιμο της εμπιστοσύνης δεν έχει να κάνει μόνο με την απουσία μιας αυστηρής ή επικριτικής στάσης των γονέων απέναντι σε όσα κάνει ή λέει το παιδί όταν είναι μικρό. Ίσως αυτό να είναι το πρώτο βήμα, αλλά όχι το μοναδικό.
Εφόσον όμως αυτό είναι στο χέρι μας, ας ξεκινήσουμε από εκεί. Την επόμενη φορά που θα γυρίσει από το σχολείο περιγράφοντας ένα περιστατικό που το θύμωσε, μη βιαστείτε να το κρίνετε. Ακούστε μόνο προσεκτικά τι έχει να σας πει. Το να ακούμε τους άλλους με όλη τη σημασία της έννοιας, η λεγόμενη ενεργητική ακρόαση που υπόσχεται να αλλάξει τη σχέση με τα παιδιά μας, είναι ήδη ένα τεράστιο άνοιγμα σε αυτό που αποκαλούμε εμπιστοσύνη.
https://www.ow.gr