Ο Προϋπολογισμός του 2020 αντανακλά τη φυσιογνωμία, τις ψευδαισθήσεις, τη ταξική μεροληψία, τις διαπλοκές, τις νεοφιλελεύθερες προτεραιότητες του κυβερνητικού Κόμματος.
Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση « σηματοδοτεί την ριζική στροφή της οικονομικής πολιτικής προς την ανάπτυξη, την απασχόληση και την αύξηση των διαθέσιμων εισοδημάτων όλων των πολιτών».
Σύμφωνα με τον Υπουργό Οικονομικών « είναι προϋπολογισμός κοινωνικής δικαιοσύνης, κοινωνικού φιλελευθερισμού, ανάπτυξης για όλους…».
Στη πραγματικότητα, στον Προϋπολογισμό του 2020, « κοινωνική δικαιοσύνη, ανάπτυξη για όλους, κάλυψη στρεβλώσεων και κενών που άφησε η μνημονιακή κηδεμονία, αύξηση των εισοδημάτων όλων των πολιτών», δεν υπάρχει.
Δεν υπάρχει η μετάβαση στις δυνατότητες της νέας εποχής για τη χώρα και τον λαό, μετά τη κατάργηση των μνημονίων εσωτερικής υποτίμησης, μετά τη χειραφέτηση από την ασφυκτική κηδεμονία των δανειστών, μετά τη βιωσιμότητα της εξυπηρέτησης του χρέους, μετά την εμφανή ανάκαμψη της εθνικής οικονομίας…
Δεν υπάρχει η αντιμετώπιση των ανισοτήτων.
Δεν υπάρχουν τα δικαιώματα της σύγχρονης εποχής.
Δεν υπάρχουν οι δυνατότητες που θα έδινε η μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων κατά μία ποσοστιαία μονάδα.
Δεν υπάρχει η στήριξη των υπερχρεωμένων νοικοκυριών, των στρωμάτων που σήκωσαν τα βάρη των μνημονίων λεηλασίας μισθών, συντάξεων, δικαιωμάτων…
Δεν υπάρχει στήριξη της σταθερής απασχόλησης με βελτιωμένες αποδοχές.
Δεν υπάρχουν κίνητρα επιστροφής στην Ελλάδα των προικισμένων νέων παιδιών που αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν.
Στις παρεμβάσεις που κάνει η Κυβέρνηση με τον προϋπολογισμό και τη συνολική οικονομική της πολιτική, υπάρχουν όλες εκείνες οι χαριστικές ρυθμίσεις, οι παροχές, τα προνόμια, οι μειώσεις φόρων, που αφορούν το 2,5% των επιχειρήσεων – τις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις με κέρδη άνω των 3 εκατ. ευρώ – τα υψηλά εισοδήματα – τους ισχυρούς του πλούτου – τα φιλικά προς τη ΝΔ επιχειρηματικά συμφέροντα – τους καναλάρχες – τους τραπεζίτες – τα αρπακτικά της αγοράς – τους υπόλογους για διακίνηση μαύρου χρήματος – τους διαπλεκόμενους « επενδυτές» της κρατικοδίαιτης επιχειρηματικότητας και απουσιάζουν όλα εκείνα που αφορούν τους φτωχούς – τους άνεργους – τους μη προνομιούχους – τη μεσαία τάξη – το κοινωνικό κράτος – τα ανθρώπινα δικαιώματα – τη δίκαιη και βιώσιμη ανάπτυξη.
Ο Προϋπολογισμός του 2020 δεν περιλαμβάνει :
- Αποκατάσταση της φορολογικής επιβάρυνσης της μεσαίας τάξης – των μη προνομιούχων – των ειλικρινών φορολογούμενων
- αύξηση των κατώτερων βασικών μισθών στο 7,5% που σχεδίαζε ο ΣΥΡΙΖΑ ή και στο 5,6% που υπόσχονταν προεκλογικά η ΝΔ
- κατάργηση του ΕΝΦΙΑ για τους κατοίκους των πολύ μικρών Νησιών
- κατάργηση του φόρου αλληλεγγύης για εισοδήματα έως 20.000
- μείωση κατά 50% της προπληρωμής φόρου
- μείωση του ΦΠΑ, έκπτωση στο αγροτικό πετρέλαιο, ελάφρυνση της φορολογίας των συνεταιρισμένων αγροτών
- αύξηση του συντελεστή αποσβέσεων στο 150%
- θεσμοθέτηση της 13ης σύνταξης
- στήριξη της Αυτοδιοίκησης, του προγράμματος ΦΙΛΟΔΗΜΟΣ, του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων
- χρηματοδότηση των αναγκαίων προσλήψεων ( γιατρών, νοσηλευτών, τεχνολόγων, επισκεπτών υγείας, κοινωνικών λειτουργών, εκπαιδευτικών, κτηνιάτρων, γεωπόνων… )
- μείωση φόρου των συνεταιρισμένων αγροτών, ενίσχυση του αγροτικού εισοδήματος
- πληρωμή των αναδρομικών στους συνταξιούχους, χορήγηση 13ης σύνταξης
- στήριξη του ΕΣΥ – της Πρόνοιας ( μείωση δαπανών κατά 61 εκατ. ευρώ ) – της κοινωνικής ασφάλισης (μείωση κρατικής επιχορήγησης προς τον ΕΦΚΑ κατά 475 εκατ. ευρώ ) – των συντάξεων ( μείωση δαπάνης κατά 192 εκατ. ευρώ ) – της κοινωνικής αλληλεγγύης ( μείωση των επιδομάτων που χορηγεί ο ΟΠΕΚΑ κατά 367 εκατ. ευρώ ) – του ΟΑΕΔ ( μείωση χρηματοδότησης κατά 50 εκατ. ευρώ ) – της αγοράς αγαθών και υπηρεσιών ( φαρμακευτικού υλικού, εμβολίων, συγγραμμάτων, καυσίμων θέρμανσης, υπηρεσιών καθαριότητας ) – της αξιοπρεπούς διαβίωσης – της δημόσιας παιδείας – του κοινωνικού κράτους
Η αναντιστοιχία του Προϋπολογισμού του 2020 προς τις ανάγκες στήριξης της υγείας ως θεμελιώδους ανθρώπινου δικαιώματος και κοινωνικού αγαθού σε μια χώρα που αντιμετώπισε την ανθρωπιστική κρίση και πέρασε σε μια νέα εποχή « ευρωπαϊκής κανονικότητας», είναι κραυγαλέα. Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος δημόσιας χρηματοδότησης των υπηρεσιών υγείας, βρίσκεται σήμερα στο 7% του ΑΕΠ. Η προηγούμενη Κυβέρνηση κατανοώντας την αναγκαιότητα, κατέληξε σε μια σταδιακή προσέγγιση του ευρωπαϊκού μέσου όρου με την επιλογή να αυξάνεται τους προϋπολογισμούς ετησίως η δημόσια δαπάνη υγείας, ώστε μέσα στη 4ετία 2020-23 να βρεθεί στο 6% του ΑΕΠ.
Η Κυβέρνηση της ΝΔ διατηρεί τη δημόσια δαπάνη υγείας στο 5,1% του ΑΕΠ και για το 2020. Αυτή η επιλογή εμποδίζει τη κάλυψη συγκεκριμένων αναγκών του Εθνικού Συστήματος Υγείας :
- στην έγκαιρη, ισότιμη, αποτελεσματική πρόσβαση
- στα Νοσοκομεία – στις ΜΕΘ – στις ΜΑΦ – στις ΜΤΝ – στα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών
- στο ΕΚΑΒ
- στις Δομές της ΠΦΥ, στα Κέντρα Υγείας – στις ΤΟΜΥ – στα Περιφερειακά Ιατρεία
- στις δυσπρόσιτες νησιωτικές και ορεινές περιοχές.
- στη μείωση της επιβάρυνσης των πολιτών για ιδιωτικές δαπάνες υγείας
Το ΕΣΥ, μετά 10 χρόνια μνημονιακής επιβάρυνσης, έχει τεράστιες ανάγκες :
- στελέχωσης
- εκσυγχρονισμού του βιοϊατρικού εξοπλισμού του
- κτιριακής αναβάθμισης, ενεργειακής εξοικονόμησης, διαχείρισης αποβλήτων
- διεύρυνσης των υπηρεσιών του ( οδοντιατρική φροντίδα, ψυχική υγεία, νεοπλασίες, ειδικά νοσήματα, σπάνια νοσήματα, αποκατάσταση, νοσηλεία στο σπίτι, υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, ιατρικός τουρισμός, τηλειατρική, φυσικοθεραπεία, εργοθεραπεία, λογοθεραπεία… )
- υλοποίησης καινοτόμων ακριβών θεραπειών ( γενετικών, κυτταρικών, ανοσολογικών, ογκολογικών, ιατρικής ακριβείας… ).
- προώθησης κλινικών μελετών
Οι ανάγκες αυτές απαιτούν πολύ μεγαλύτερες δημόσιες δαπάνες, που να καλύπτουν και την αξιοπρεπή αμοιβή του προσωπικού του ΕΣΥ. Μόνον έτσι θα αντιστραφεί και η φυγή των ελλήνων γιατρών στο εξωτερικό, που αποτελεί μεγάλη εθνική αιμορραγία.
Οι αντιλήψεις περί ΣΔΙΤ, ως το νερό του Καματερού που θεραπεύει πάσαν νόσον, είναι και αναποτελεσματική και πλέον δαπανηρή και επικίνδυνη για τη πορεία οικοδόμησης ποιοτικού δημόσιου συστήματος υγείας στην Ελλάδα. Ο ιδιωτικός τομέας υγείας έχει ρόλο συμπληρωματικό προς τον δημόσιο κι όχι ανταγωνιστικό. Το Υπουργείο Υγείας οφείλει να ενθαρρύνει τη συμπληρωματικότητα των υπηρεσιών κι όχι την υποκατάσταση του ΕΣΥ από επιδιώξεις κυνηγητού επιχειρηματικού κέρδους διαφόρων « πιράνχας», με αφαίμαξη των πόρων του ΕΟΠΥΥ και σε υπηρεσίες προχωρημένου εργαστηριακού ελέγχου ή και απογευματινής λειτουργίας των Νοσοκομείων. Οι υπηρεσίες αυτές μπορούν να παρέχονται δωρεάν στους ξεζουμισμένους πολίτες. Μπορούν να παρέχονται απο τα Νοσοκομεία και τα Κέντρα Υγείας, με βελτίωση του εξοπλισμού και της συνεχούς λειτουργίας τους και με δημόσια – διαφανή οικονομικά κίνητρα στους γιατρούς – στο προσωπικό που θα εργάζεται. Ας παραδειγματιστεί τουλάχιστον η σημερινή ηγεσία του Υπουργείου Υγείας από αυτό που κάνουν τα Ιδρύματα, οι δωρητές του ΕΣΥ, αλλά και ορισμένα Όργανα Αυτοδιοίκησης που συνειδητοποίησαν τη σημαντική βοήθεια που μπορούν να προσφέρουν στην αναβάθμιση του ΕΣΥ κι όχι στην αντικατάστασή του από τον ιδιωτικό τομέα υγείας.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΣΑΚΗΣ – ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ
ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΟΜΕΣ ΤΟΥ ΕΣΥ ΣΤΗΝ ΕΠΕΚΕ ΥΓΕΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ