Ο τρόπος του Χριστού υπήρξε ανένταχτος. Το πρόσωπο Του πάνω από νόμους, κώδικες, ήθη, εντολές. Εξάλλου, σημασία έχει ο νόμος ή ο Χριστός; Ο άνθρωπος φτιάχτηκε για την ημέρα ή η ημέρα για τον άνθρωπο; Αυτό το τελευταίο ερώτημα έθετε ο Χριστός με τον τρόπο Του στο ιουδαϊκό ιερατείο όταν εκείνο Τον κατηγορούσε πως θεράπευε το Σάββατο.
Έρχεται η στιγμή που ο Χριστός συναντάει μία γυναίκα Σαμαρείτιδα σ’ ένα πηγάδι κι ανοίγει μαζί της διάλογο (Ιω. 4, 5 – 42). Παράδοξο να συζητάει άνδρας με γυναίκα και μάλιστα Ιουδαίος με Σαμαρείτιδα. Δεν υπάρχουν αμφιβολίες για τον Χριστό. Δεν ανησυχεί τι θα πει ο κόσμος. Σήμερα, βλέπετε πως στην Εκκλησία ενεργούμε με βάση τι θα πει ο κόσμος. Αυτά όμως είναι του κόσμου, όχι του Χριστού. Ζήτημα είναι ο Χριστός τι θα πει και πως καθορίζεται και αναπτύσσεται η σχέση μαζί Του. Ο Χριστός λοιπόν ανοίγει διάλογο και μάλιστα αυτός ο διάλογος κρατάει πολύ. Δείχνει να απολαμβάνει ο Χριστός τον διάλογο, αλλά και κάτι ακόμη το οποίο δύσκολα συναντάται σήμερα στους ανθρώπους. Ο Χριστός απολαμβάνει την ειλικρίνεια της Σαμαρείτιδας και τη διάθεση της να γνωρίσει.
Ο Χριστός είναι πρόσωπο. Αυτό δεν μπορεί να Τον μετατρέψει σε ιδέα, σε ιδεολογικό βάσανο ή ακόμη και σε μεταφυσική αδιαφορία. Είναι πρόσωπο. Και βλέπουμε από τη δογματική ζωή και διδασκαλία της Εκκλησίας πόσο σημαντικός είναι αυτός ο όρος. Οι Καππαδόκες Πατέρες, για παράδειγμα, ταύτισαν τον όρο αυτό με την υπόσταση, ενώ ο όρος αυτός σήμαινε στην αρχαιοελληνική αντίληψη το προσωπείο. Ως πρόσωπο υπάρχει. Ως πρόσωπο γνωρίζεται. Ως πρόσωπο συναντάται. Και ως πρόσωπο συνάπτει σχέση. Ποιος δεν θα ήθελε να συσχετιστεί μαζί Του; Ποιος δεν θα ήθελε να συναντηθεί μαζί Του, να συζητήσει, να αμφιβάλλει, να πιστέψει;
Υπάρχει κάτι πολύ ιδιαίτερο στην περίπτωση του Χριστού, κι αυτό αφορά τη σχέση που συνάπτει με τον κάθε άνθρωπο. Δέχεται όλους τους ανθρώπους, συζητά με όλους τους ανθρώπους, χωρίς ιδεολογικά, κοινωνικά, θρησκευτικά, πολιτισμικά περιχαρακώματα. Δεν εγκλωβίζεται στη μοναδικότητα του προσώπου Του, στη θεότητα και ανθρωπινότητα της φύσεως Του, στη μοναδική σχέση με τον Πατέρα, με το Άγιο Πνεύμα. Δεν δίνει σε μία εσωτερική ανάλωση της εικόνας Του, αλλά βγαίνει από το δεδομένο, το αληθινό, το άκτιστο, το ασσύληπτο, χωρίς την ίδια στιγμή να τα καταργεί, και έρχεται σε κοινωνία προσώπων και λόγου. Αναπτύσσει λόγο ο Υιός και Λόγος του Θεού. Και ο λόγος του Λόγου είναι ιδιαίτερος, σωτήριος.
Θα περίμενε κάποιος από τον Χριστό να συναντήσει ανθρώπους που πιστεύουν, που Τον πιστεύουν ως Υιό του Θεού, ανθρώπους ατσαλάκωτους ηθικά. Τί να την κάνεις την ηθική όταν έχεις μπροστά σου το πρόσωπο του Χριστού; Ακόμη κι αν η αλήθεια δεν ήταν εμβαπτισμένη στον Χριστό, ο Ντοστογιέφσκι πάλι τον Χριστό θα προτιμούσε. Πηγαίνει λοιπόν και κάθεται δίπλα σε ανθρώπους που οι σύγχρονοι εκκλησιαστικοί θα καταδίκαζαν. Μήπως δεν τους καταδικάζουν; Εξάλλου, το ασυμβίβαστο λόγων και έργων στην Εκκλησία έχει ισχύ κραταιά. Η υποκρισία αρέσκεται να αναπτύσσεται στον χώρο αυτό, στους ‘’θρησκευόμενους’’, στους καθωσπρεπιστές που σκοτώνουν τον Θεό ως ιδέα, για να θυμηθούμε τον μεγάλο Νίτσε.
Αν η Σαμαρείτιδα ερχόταν σήμερα στην Εκκλησία, έμπαινε μέσα σ’ έναν ναό, άναβε ένα κερί και καθόταν να προσευχηθεί, όσοι γνώριζαν τον βίο της θα διέπρατταν μοιχεία στην καρδιά τους. Εκείνη μοίχευσε στο σώμα. Όσοι υποκρίνονται πως αγαπούν τον Θεό, μοιχεύουν στην καρδιά τους. Λατρεύουν τον Θεό με τη γλώσσα τους, όχι με την καρδιά τους. Η Σαμαρείτιδα είχε τσαλακωθεί στη ζωή της. Δεν της άρεσαν τα δήθεν, τα πρέπει, τα έτσι και τα αλλιώς. Δεν της ταίριαζε μία τέτοια θρησκευτική υποκρισία. Της ταίριαζε ο Χριστός. Ναι, στο πρόσωπο Του βρήκε τις απαντήσεις, οι καημοί της, οι πόθοι της, η πίστη της σ’ Εκείνον αναπαύτηκαν. Ναι, αυτή η γυναίκα που της άρεσε να έχει διαφορετικούς άντρες στη ζωή της. Ε, τώρα μην μου πείτε πως αν αυτή η γυναίκα ερχόταν στην Εκκλησία θα περνούσε απαρατήρητη από τις σφιχτές καρδιές όσων γνωρίζουν να υποκρίνονται και να χλευάζουν Θεό και ανθρώπους.
Ο όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής γράφει πως ο Θεός «…τόν δέ φαῦλον, δι᾿ ἀγαθότητα ἐλεεῖ, καί ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ παιδεύων ἐπιστρέφει· οὕτω καί ὁ τῇ γνώμῃ ἀγαθός καί ἀπαθής, πάντας ἀνθρώπους ἐξ ἴσου ἀγαπᾶ· τόν μέν ἐνάρετον, διά τε τήν φύσιν καί τήν ἀγαθήν προαίρεσιν· τόν δέ φαῦλον, διά τε τήν φύσιν, καί τήν συμπάθειαν ἐλεῶν ὡς ἄφρονα καί ἐν σκότει διαπορευόμενον». Βρίσκει κάτι ο Θεός στους ανθρώπους. Κάτι βρήκε και στη Σαμαρείτιδα. Γνώριζε την ακαταστασία της, γνώριζε και την ανάγκη της να γνωρίσει, να αναπαύσει τη συνείδηση της, τη σκέψη της, την καρδιά της. Βρίσκει όμορφα πράγματα ο Θεός στους τσαλακωμένους και ανένταχτους. Μπορεί να μην εκκλησιάζονται, νηστεύουν, κάνουν μετάνοιες, αλλά έχουν αγαθή προαίρεση, καθαρή καρδιά και αναζητούν να γνωρίσουν την αλήθεια. Να συναντήσουν τον Χριστό και αυτή η κοινωνία προσώπων να τους αναστατώσει. Είναι ο τρόπος του Χριστού; Είναι το πρόσωπο Του; Είναι όλα. Είναι ο Χριστός.
Εφημέριος Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Διάβας
Πρεσβύτερος Ηρακλής Αθ. Φίλιος (Βαλκανιολόγος, Θεολόγος)