Ο ρόλος μιας ενορίας ξεπερνάει κατά πολύ τον κόσμο τούτο. Κι αυτό συμβαίνει, αν
αναλογιστούμε ποια είναι η ταυτότητα της Εκκλησίας.
Αυτήν να αναζητήσουμε πρώτα
και στη συνέχεια έπονται και όλα τα άλλα. Να βρούμε το κέντρο, το νόημα, την εορτή.
Ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας δεν μιλάει αφηρημένα. Θα πει πως Εκκλησία είναι τα
μυστήρια της, εννοώντας το κατεξοχήν ιερό μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Αυτή
είναι η αφετηρία μας.
Εκκλησία δεν υπάρχει χωρίς τη Θεία Ευχαριστία. Εξάλλου, αυτό διαφοροποιεί την
Εκκλησία από σωματεία, οργανισμούς, συλλόγους. Εκκλησία είναι η σύναξη των
πιστών στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Πρώτα, η Εκκλησία υπάρχει χάρη στη
Θεία Ευχαριστία. Εκκλησία χωρίς κατηχητικά, συνάξεις, φιλόπτωχο, ποιμαντικό έργο,
μπορεί να υπάρξει. Εκκλησία χωρίς Ευχαριστία όμως δεν υφίσταται. Η Εκκλησία έχει
χαρακτήρα μυστηριακό. Δεν αποτελεί επουδενί ιδεολογική αναφορά, μήτε
παρωχημένο σακραμενταλιστικό απωθημένο.
Η ενορία που ζει και αναπτύσσεται ως εκκλησιαστική κοινότητα στη σύγχρονη εποχή
είναι αδύνατο να απέχει από την σύναξη επί το αυτό, δηλαδή από τη σύναξη των
πιστών που συνέρχονται στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Αν η Εκκλησία διά της
ενορίας έχει να προσδώσει κάτι, αυτό είναι ο μυσταγωγικός χαρακτήρας της
συνάξεως. Όλα τα άλλα έρχονται ως επακόλουθα της σύναξης αυτής. Μέσα στη Θεία
Ευχαριστία αναπέμπουμε δεήσεις για όλο τον κόσμο, ολάκερη τη δημιουργία, τον
αέρα, τη γη, τους καρπούς, τον κάθε άνθρωπο.
Η μυστηριακή ταυτότητα της Θείας Ευχαριστίας διαχέεται στην παγκοσμιότητα.
Διαχέεται σε κάθε έκφανση της ζωής του ανθρώπου. Αφορά τη ζωή του κάθε
ανθρώπου, τα πάντα του κόσμου και τα πάντα της θείας δημιουργίας. Γι’ αυτό και
γράφει κάπου ο Επίσκοπος Κάλλιστος Ware: ‘’Αυτός ακριβώς είναι και ο σκοπός
κάθε ενορίας σήμερα, είτε βρίσκεται στην Ελλάδα είτε στην αλλοδαπή: τα μέλη της
εκφράζουν την ενότητά τους ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διά της από κοινού κλάσεως του Άρτου
στη θεία Ευχαριστία. Όλες οι άλλες δραστηριότητες της ενορίας, κοινωνικές,
πολιτιστικές ή φιλανθρωπικές πηγάζουν από την τέλεση της Θείας Λειτουργίας και
είναι υπάλληλες σ’ αυτήν’’.
Η ενορία έρχεται σε μία εποχή μεγάλης σύγχυσης να διαδραματίσει ρόλους. Τα
πράγματα δεν είναι εύκολα. Και δεν αρκεί μόνο η τέλεση της Θείας Ευχαριστίας και
από εκεί και πέρα η εκκλησία να κατεβάζει ρολά. Χρειάζεται να τολμήσουμε σε μία
άκρως τολμηρή εποχή. Η Θεία Ευχαριστία αποτελεί το κέντρο της ενοριακής ζωής.
Υπάρχει όμως κι ένας άνθρωπος μιας μετανεωτερικής εποχής που ζητάει
περισσότερα από όσα σκέφτεται να πραγματοποιήσει. Η ενορία ως ζωντανό κύτταρο
που έχει πάντοτε αναπτυγμένα τα πνευματικά αισθητήρια υπάρχει σε μία κοινωνία
ανθρώπων, σε μία κοσμική κοινωνία, από την οποία ποτέ δεν επιτρέπεται να πάρει
διαζύγιο. Μπορεί η Εκκλησία του Χριστού να μην προέρχεται (Ιω. 15,19) από τούτο
τον κόσμο, όμως ζει και αναπτύσσεται εντός του κόσμου αυτού.
Ο πνευματικός λόγος δεν αποκλείει τον κοινωνικό και ο κοινωνικός δεν σημαίνει ότι
στερείται πνευματικότητας. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος με ένα τεράστιο
[2]
κοινωνικό έργο, με απίστευτου κάλλους κοινωνικές ομιλίες περνούσε το αληθινό
πνεύμα σε ό,τι έπραττε μέσα στην κοινωνία και σε κάθε κείμενο του που υπήρξε ένα
μεγαλειώδες πνευματικό – κοινωνικό μανιφέστο. Ο πνευματικός λόγος έχει τη
δυνατότητα να υπάρξει μέσα στο κοσμικό και να το μεταποιήσει. Η ενορία μπορεί
αυτό να το πραγματώσει. Γράφει σχετικά πάλι κάπου ο Κάλλιστος Ware: ‘’Μόνον
μέσα στην Ενορία υπάρχει δυναμική απόδειξη, ιστορική πραγμάτωση, αληθινή
ελπίδα. Όπως ορθά έχει λεχθεί, μόνο η ζωή της Ενορίας μπορεί να δώσει ιερατική
διάσταση στην πολιτική, προφητικό πνεύμα στην επιστήμη, ανθρώπινο πρόσωπο
στις οικονομικές σχέσεις και μυστηριακό χαρακτήρα στον έρωτα’’. Να λοιπόν οι
προεκτάσεις του πνεύματος της Εκκλησίας, επομένως και της ενορίας, στις ποικίλες
εκφάνσεις της ζωής.
Ορισμένοι διακατέχονται από μία στείρα αντίληψη πως η ενορία υπάρχει για τα
πνευματικά. Το ποιμαντικό έργο του αγίου Ιωάννη Χρυσοστόμου και του Μ.
Βασιλείου απομυθοποιούν μία τέτοια λογική, ακόμη κι έναν τέτοιο ισχυρισμό. Η
Εκκλησία, η σημερινή ενορία πάντοτε είχαν και έχουν έναν καθαρό πνευματικό λόγο
για τα κοινωνικά ζητήματα και πράγματα και ακριβώς αυτή η αγωνία για τα αδιέξοδα
του σημερινού ανθρώπου είναι που οδηγούν την Εκκλησία στην πραγμάτωση, όχι
υπόσχεση, ενός μεταμορφωτικού διεξόδου του ανθρώπου από τα βάσανα της
καθημερινότητας.
Η ενορία που αποτελεί το κέντρο της ζωής κάθε κοινότητας, μέσα από τη ζωή της και
το λόγο της είχε και θα συνεχίσει να έχει λόγο για κάθε τι που αγγίζει τον άνθρωπο.
Και να βρίσκεται μέσα στην κοινωνία. Με λόγο και έργο. Δεν αρκεί η θεολογία πλέον.
Χρειάζεται μία συνάντηση, μία σύζευξη θεολογίας και φιλοσοφίας, θεολογίας και
κοινωνιολογίας, θεολογίας και ψυχανάλυσης. Σύζευξη της θεολογίας με κάθε
επιστήμη για να δοξαστεί ο Θεός και να διακονηθεί ο άνθρωπος. Κι αυτό η ενορία
μπορεί να το υπηρετήσει αν αντιληφθεί τον κόσμο μέσα στον οποίο υπάρχει.
Ειδάλλως, όσο θα αγνοούμε τις δομές και τις ανάγκες του κόσμου τούτου, τόσο το
ρήγμα ενορίας και κοινωνίας θα βαθαίνει. Κι αν το βάθος καταστεί αμέτρητο, τότε
χαθήκαμε.
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (Θεολόγος, Βαλκανιολόγος)
Εφημέριος Διάβας – Ι.Μ. Σταγών και Μετεώρων