Πρόκειται για τη μεγαλύτερη νομισματική μετάβαση που έγινε ποτέ σε ολόκληρο τον κόσμο. Στο εγχείρημα συμμετείχαν ο τραπεζικός τομέας, οι εταιρείες χρηματαποστολών, οι εμπορικές επιχειρήσεις, ο κλάδος παραγωγής και εκμετάλλευσης μηχανημάτων που δέχονται μετρητά και το ευρύ κοινό.

Η μετάβαση ολοκληρώθηκε μέσα σε δύο μήνες. Τα εθνικά τραπεζογραμμάτια και κέρματα έπαυσαν να αποτελούν νόμιμο χρήμα στο τέλος Φεβρουαρίου 2002. Η απόσυρση των δραχμών ολοκληρώθηκε την 1η Μαρτίου. Όπως αναφέρεται σε ιστορική αναδρομή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), στην Ελλάδα εφοδιάστηκαν με τα νέα νομίσματα και τραπεζογραμμάτια αρχικά 3.233 υποκαταστήματα τραπεζών και των Ελληνικών Ταχυδρομείων. Την 1.1.2002 άρχισαν να κυκλοφορούν τα τραπεζογραμμάτια και τα κέρματα ευρώ, ενώ παράλληλα άρχισε η απόσυρση των δραχμών. Η περίοδος ανταλλαγής κερμάτων δραχμών με ευρώ από την Τράπεζα της Ελλάδος και τις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (ΔΟΥ) έληξε την 1η Μαρτίου 2004. Την 1η Μαρτίου 2012 έληξε και η περίοδος ανταλλαγής τραπεζογραμματίων δραχμών με ευρώ από την Τράπεζα της Ελλάδος.

Όπως αναφέρει η ΕΚΤ, οι προετοιμασίες μετάβασης σε ευρώ σε φυσικό μορφή την 1.1 2002 ήταν εκτεταμένες. Τα τραπεζογραμμάτια και τα κέρματα ευρώ άρχισαν να διανέμονται στις τράπεζες και τις εμπορικές επιχειρήσεις από το Σεπτέμβριο του 2001, προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος ανεπάρκειας μετρητών. Έτσι, ήδη από τις πρώτες ημέρες του 2002 είχαν διανεμηθεί ευρέως σε όλους τους τομείς. Μέχρι τις 3 Ιανουαρίου 2002, 96% όλων των μηχανημάτων διάθεσης μετρητών στη ζώνη του ευρώ παρείχαν τραπεζογραμμάτια ευρώ. Μία εβδομάδα μετά τη μετάβαση, πάνω από το μισό όλων των συναλλαγών σε μετρητά διενεργούνταν σε ευρώ.

Έπειτα από μια περίοδο παράλληλης κυκλοφορίας, έως και δύο μηνών σε ορισμένες χώρες, στη διάρκεια της οποίας ήταν δυνατή η διενέργεια πληρωμών είτε σε ευρώ είτε στο εθνικό νόμισμα, το ευρώ έγινε το μοναδικό νόμιμο νόμισμα σε κυκλοφορία στη ζώνη του ευρώ την 1η Μαρτίου 2002. Μέχρι εκείνη την ημέρα, είχαν αποσυρθεί από την κυκλοφορία περισσότερα από 6 δισεκατομμύρια εθνικά τραπεζογραμμάτια και σχεδόν 30 δισεκατομμύρια εθνικά κέρματα.

Η ΕΚΤ συντόνισε και παρακολούθησε την παραγωγή τραπεζογραμματίων σε 15 εκτυπωτικές μονάδες, στην οποία συμμετείχαν περίπου 40 διαφορετικοί προμηθευτές πρώτων υλών. Ένα κοινό σύστημα διαχείρισης ποιότητας εξασφάλισε ότι όλα τα τραπεζογραμμάτια πληρούσαν ακριβώς τα ίδια πρότυπα. Αν και η κάθε χώρα ήταν (και είναι) αρμόδια για τα κέρματα ευρώ, η ΕΚΤ ενεργεί ως ουδέτερος εκτιμητής της ποιότητας των κερμάτων, ούτως ώστε να διασφαλίζει ότι αυτά μπορούν να χρησιμοποιούνται σε μηχανές πώλησης σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ. Η παραγωγή των τραπεζογραμματίων ευρώ άρχισε τον Ιούλιο του 1999 και σε αυτήν συμμετείχαν 15 εκτυπωτικές μονάδες εγκατεστημένες σε διάφορες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Έως την 1η Ιανουαρίου 2002 είχε εκτυπωθεί το αρχικό απόθεμα των 14,89 δισεκατομμυρίων τραπεζογραμματίων, συμπεριλαμβανομένων των εφεδρικών αποθεμάτων, για τις 12 χώρες. Τα τραπεζογραμμάτια αυτά είχαν συνολική ονομαστική αξία 633 δισεκατομμυρίων ευρώ και, αν τα τοποθετούσαμε το ένα πίσω από το άλλο, θα κάλυπταν την απόσταση από τη γη στη σελήνη πέντε φορές περίπου, όπως επισημαίνεται σε ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ ενέκρινε αργότερα την παραγωγή συμπληρωματικής ποσότητας ύψους 1,91 δισεκατομμυρίων τραπεζογραμματίων. Αυτό το κεντρικό απόθεμα προοριζόταν για την αντιμετώπιση τυχόν σοβαρών κινδύνων που θα μπορούσαν να προκύψουν λόγω καθυστερήσεων στην παραγωγή των αρχικών και εφεδρικών αποθεμάτων και συνέβαλε έτσι στην ομαλή μετάβαση στο νέο νόμισμα.

Αφού επιτέλεσε αυτή τη λειτουργία, τα εναπομείναντα σε αυτό τραπεζογραμμάτια μεταφέρθηκαν στη συνέχεια στο Στρατηγικό Απόθεμα του Ευρωσυστήματος, το οποίο δημιουργήθηκε μετά την εισαγωγή του νέου νομίσματος για να καλύψει τυχόν απροσδόκητες αυξήσεις της ζήτησης. Περίπου 52 δισεκατομμύρια κέρματα, συνολικής αξίας 15,75 δισεκ. ευρώ, κόπηκαν σε 16 ευρωπαϊκά νομισματοκοπεία και χρησιμοποιήθηκαν 250.000 τόνοι μετάλλου.