Είναι πολύ όμορφο να συναντά κανείς ανθρώπους στις μέρες μας και να συνομιλεί. Αυτή η απλή συνήθεια αρχίζει να θεωρείται πλέον ευλογία για την μετανεοτερική εποχή. Συνηθίσαμε δυστυχώς να συνομιλούμε με ιδεολογίες, ειδωλολατρίες και με κάθε τι που αλλοιώνει την καλή φύση των προσώπων.
Ο Χριστός ξεκινάει έναν απίστευτα όμορφο διάλογο στο ευαγγέλιο της Κυριακής (Ιωάν. 4, 5-42). Αρκεί ένα πηγάδι και μία γυναίκα που έρχεται να πάρει νερό. Δεν αφήνει την ευκαιρία χαμένη ο Χριστός. Συμπαρασύρει στην αναζήτηση το πρόσωπο της γυναίκας αυτής, της Σαμαρείτιδος. Δεν είχε ανάγκη αναζήτησης ο Χριστός, όμως ανοίγει διάλογο με μία γυναίκα και μάλιστα Σαμαρείτιδα που θεωρούνταν εχθροί με τους Ιουδαίους. Είναι προφανές από τον διάλογο που εκτυλίσσεται πως η γυναίκα αυτή θέλει να μάθει, αναζητά. Κάτι που οι άνθρωποι δεν κάνουν σήμερα, αρκούμενοι δυστυχώς σε έτοιμες συνταγές σωτηρίας, ανέπαφες προκλήσεις και ειδωλολατρικές συνήθειες, αφού δεν ερωτεύονται πρόσωπα αλλά ιδέες.
Αυτός ο διάλογος του Χριστού με την Σαμαρείτιδα κρατάει σε πνευματική εγρήγορση την γυναίκα αυτή. Δεν παίρνει νερό και φεύγει. Ο Χριστός δεν την αναγκάζει πάλι από την άλλη να καθίσει με το ζόρι. Της δίνει αφορμή. Της δίνει λόγο. Κι εκείνη θέλει να γνωρίσει. Σέβεται απόλυτα την ελευθερία του άλλου ο Χριστός. Δεν την παίρνει με το ζόρι να της πει ‘’έλα κάτσε, άσε τον κουβά και άκουσε με’’. Δεν ενεργεί έτσι ο Χριστός. Έτσι ενεργούν οι άνθρωποι. Ο Χριστός όμως θα αρπάξει την ευκαιρία για διάλογο, όταν φέρει στην επιφάνεια τον υπαρξιακό καημό του άλλου. Αυτόν τον καημό παίρνει και τον τινάζει ψηλά, φτάνοντας τον στον Πατέρα.
Ο διάλογος έτσι όπως εκτυλίσσεται δείχνει να τραβάει για βαθιά θεολογικά νερά. Στη συζήτηση μεταξύ του Χριστού και της Σαμαρείτιδος έχουν ειπωθεί αλήθειες με θεολογική βάση. Χαρακτηριστικά, γίνεται αναφορά στο πρόσωπο του Θεού Πατέρα. Και όπως είναι γνωστό ο Χριστός δεν κρατάει τίποτε για τον εαυτό Του. Η αυτοαναφορικότητα ίσως κατάντησε ένα ακόμη απόρθητο απωθημένο της φιλοσοφικής αναζήτησης ως αλλήθωρη διαπροσωπική αλληλεπίδραση που καταλήγει στην ισχύ του ενός. Κι αλίμονο αν θα ξέφευγε από τον ευαγγελιστή Ιωάννη, που διηγείται τον διάλογο αυτό, η σχέση Πατρός και Υιού. Ολόκληρο ευαγγέλιο αναδεικνύει τη σχέση αυτή και την αναφορά του Χριστού (που ο Ίδιος κάνει) στον Θεό Πατέρα.
Οι αναζητήσεις της γυναίκας αυτής βαθύτατα υπαρξιακές, θεολογικές. Αναζητήσεις που οι περισσότεροι δεν έχουν σήμερα. Κλήρος και λαός έχει πάρει διαζύγιο από την αναζήτηση, την θεολογική γλώσσα, τα υπαρξιακά σημεία του μετανεωτερικού ανθρώπου. Η Σαμαρείτιδα ήθελε να γνωρίσει. Δεν άφησε την ευκαιρία. Σήμερα, σε όλες τις βαθμίδες του κλήρου, αγνοούνται βασικά θεολογικά σημεία της αποκεκαλυμμένης αλήθειας. Αυτό είναι σοβαρό. Μπορεί και τραγικό. Μόνο που ο Χριστός δεν αφέθηκε σε μία μεταφυσική μετατόπιση των αγωνιών και ερωτημάτων της Σαμαρείτιδος, αλλά με αφετηρία την θέληση της έδωσε στην ίδια την δυνατότητα να γνωρίσει.
Εδώ συναντούμε έναν μακροσκελή διάλογο. Δεν βιάζεται κανείς να τελειώσει αυτή η επικοινωνία. Η επικοινωνία δίνει χαρά. Πόσοι το αντιλαμβάνονται αυτό σήμερα; Στην εποχή μας αντικαταστήσαμε το πρόσωπο με τις ιδέες και κάθε ξενική αυτοκαταστροφική αδυναμία εμπλουτισμού της εικόνας του Θεού, που είναι ο άνθρωπος, με μία αντιπαραγωγική αφαίμαξη του ορθού λόγου, της σκέψης, περισσότερο της ελευθερίας που κάνει το πρόσωπο να θέλει, να σκέφτεται, να παράγει λόγο να βιώνει εμπειρία. Αυτή η εμπειρία είναι μοναδική. Εμπειρία μέσα από την κοινωνία λόγου. Ταυτότητα μιας αμφίσημης ετεροπροσωπίας, όχι ως αντινομία στο γεγονός της μετοχής (εννοείται ως αντισυμβατικότητα ουσίας, συμβεβηκότων), αλλά ως αδυναμίας εκείνης της αλληλοπεριχώρησης της εικόνας στο πρωτότυπο.
Το πρόσωπο γνωρίζεται. Υπάρχει. Υπάρχει σε σχέση ελευθερίας. Η υπαρκτικότητα ως μη αυτοαναφερόμενος προσδιορισμός έχει μία μοναδική πολυτέλεια. Να ενυπάρχει ετερόνομα και αυτόνομα. Η πηγή της ζωής που είναι ο Θεός δίνει την ύπαρξη, δίνεται όμως παράλληλα η ύπαρξη στον Θεό. Συγκεκριμένα, αναφέρεται στον Θεό. Δύο διαφορετικά πρόσωπα συναντιούνται. Ο Θεός και ο άνθρωπος. Η θεωρία του Θεού (Πλάτων, Γρηγόριος Νύσσης) αφορά τον κάθε άνθρωπο. Και ο Θεός γνωρίζεται μέσα από τον Υιό (Ιω. 1,18).
Τίθεται άκρως προβληματική η εποχή μας. Η εποχή που εξορίζει τον Χριστό, με την ίδια ευκολία εξορίζει τον άλλον. Δεν ζούμε σε εποχή λόγου. Ζούμε σε εποχή αυτοαναφορικότητας. Μιας βαθύτατης και αμετανόητης ναρκισσιστικής αυτοερωτικότητας. Η ύπαρξη μας στην απουσία της διαχρονικής βεβαιωμένης αντίληψης πως η εμπειρία γεννάται μέσα από το πρόσωπο, την κοινωνία, το λόγο, την συνύπαρξη, την μετοχή, την συμμετοχή. Εμπειρίες βεβαιωμένες μέσα στην μυστηριακή έκφανση του άρρητου και απόρρητου, συνάμα δε σαρκωμένου Θεού. Τη θέση του Θεού έλαβε η κάθε λογής ειδωλολατρία. Τη θέση του προσώπου έλαβε το κάθε λογής προσωπείο. Ίσως ως τεχνολογικό φετίχ μιας εποχής που δεν της ταιριάζει ο Θεός. Πώς θα ανταμώσουμε; Ποιος ο τρόπος;
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (θεολόγος, βαλκανιολόγος)
Εφημέριος Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Διάβας