Θεωρώ τη Σύνοδο των Ιεροσολύμων (49 μ.Χ.), όχι, απλά, ένα ακόμη μεγάλο ιστορικό γεγονός, αλλά εκείνο το σημείο απ’ όπου η Εκκλησία άνοιξε την ομορφιά της, την αλήθεια της στον κόσμο, με τον πιο ανένταχτο και επαναστατικό τρόπο.
Συνέβη κάτι το απίστευτα ρηξικέλευθο, κάτι που δεν είχε προηγούμενο εκείνη την εποχή, αφού, σύμφωνα με την αποστολική Σύνοδο, δεν χρειαζόταν η περιτομή για να γίνει ένας εθνικός ή Ιουδαίος δεκτός στους κόλπους της αποστολικής Εκκλησίας, αλλά η αποχή από τα είδωλα και την πορνεία. Η πίστη στον Θεό αρκεί.
Οι απόστολοι έρχονται και κάνουν ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με το παρελθόν, το οποίο είχε κολλήσει πάνω στο γράμμα του νόμου, στις τυπικές διατάξεις, όχι, όμως, στο πνεύμα του νόμου. Κι επειδή ο νόμος υπάρχει για να εξυπηρετεί τον άνθρωπο και όχι ο άνθρωπος τον νόμο, ισχύ, έχει, πλέον, ο νόμος της πίστης , αφού ο Θεός «θα δικαιώσει τον περιτμημένο διά της πίστεως και τον απερίτμητο διά της πίστεως» (Ρωμ. 3, 30). Ο λόγος του Παύλου είναι σαφής. Δεν θέλει ιδιαίτερο ξεσκόνισμα ώστε να γίνει αντιληπτό το πνεύμα του Παύλου, που είναι και το πνεύμα της Εκκλησίας. Η πίστη είναι εκείνη που σηκώνει το βάρος της υπεύθυνης σωτηρίας και, παράλληλα, ως βίωμα, ως μετοχή στον τρόπο της αλήθειας και στην συναντίληψη του τρόπου της μετοχής, λειτουργεί στην ανθρώπινη υπόσταση ως γεγονός κοινωνίας με τον Λόγο του Θεού.
Οι απόστολοι, για τα δεδομένα εκείνης της εποχής, μιας εποχής που σκιαγραφούσε σε θρησκευτικό πεδίο τον ευσεβισμό και ηθικισμό που γεννούσε η πίστη στον νόμο και η προσήλωση στη διάταξη του, ενήργησαν με τέτοιο πρωτοποριακό τρόπο. Κι ο τρόπος με τον οποίο ενήργησαν στην εποχή τους, δεν μπορεί να μην είναι ο τρόπος της εποχής μας. Κι, όμως, εμείς οι εκκλησιαστικοί δεν μάθαμε τίποτε άλλο παρά να περιεργαζόμαστε ολοένα και πιο ύπουλες μορφές υποκρισίας απέναντι στους άλλους.
Η σκέψη μου επανέρχεται στην αποστολική Σύνοδο. Και ομολογώ πως δεν έχουμε διδαχτεί τίποτε και σε πολλά μένουμε πίσω. Θέλω να πω πως το αποστολικό πνεύμα, ένα πνεύμα απροϋπόθετο και ελεύθερο, με μόνη προϋπόθεση την αγάπη και την πίστη προς το πρόσωπο του Χριστού, στις μέρες μας έχει εξοβελιστεί. Όπως και το πατερικό πνεύμα, το οποίο ορισμένες φωνές κατανοούν ως απόλαυση μιας μουσειακής προβολής. Η Εκκλησία, με την αποστολική Σύνοδο, ανοίχτηκε στον κόσμο. Δεν φοβήθηκε μήπως χάσει την αλήθεια των θείων γεγονότων, μήπως το σχέδιο της θείας Οικονομίας εκτροχιαστεί, μήπως ο κόσμος, η ιστορία, ως μεγέθη της θείας δημιουργίας, οδηγήσουν στον απεμπολισμό της σωτηριώδους αποκάλυψης. Δεν είχαν τέτοιες φοβίες οι απόστολοι. Σήμερα, τέτοιες φοβίες υπάρχουν.
Η Εκκλησία δεν έμεινε στον δικό της κόσμο, δεν κράτησε την αλήθεια του ευαγγελίου για τους δικούς της ανθρώπους. Αν ήταν έτσι, δεν θα απείχε από ένα, ακόμη, θρησκευτικό σύστημα. Ξεκίνησε από τις αγορές και τις πλατείες. Συναντήθηκε με τον υπόλοιπο κόσμο, γνωρίζοντας, την ίδια στιγμή, ότι δεν της πάει, δεν της ταιριάζει το φτιάξιμο του, οι συνήθειες του, ακόμη, και οι αναζητήσεις του. «Τί γυρεύει η αλεπού στο παζάρι;», θα διερωτηθεί ο καθηγητής Θεολογίας Χρυσόστομος Σταμούλης, στο ομώνυμο βιβλίο του, αναζητώντας τον ρόλο και την παρουσία της Εκκλησίας στην ιστορία και ξεδιπλώνοντας μαζί μας, πριν από δύο χρόνια στα Τρίκαλα, το άπλωμα της Εκκλησίας και το ρίσκο της, μέσα από την παρουσίαση του βιβλίο του.
Η λέξη ρίσκο με γοητεύει. Δεν μπορώ παρά να ερωτοτροπήσω με τη λέξη αυτή. «Αυτοί που θέλουν να καταλάβουν θα καταλάβουν, τους άλλους θα τους ξεπεράσει η εποχή», θα πει ο Χρυσόστομος Σταμούλης. Ναι, αυτό το ρίσκο που πήραν οι απόστολοι, να βγουν από τα αδιέξοδα και τις ανέλπιστες κραυγές που δημιουργούσε στο πέρασμα του ο μωσαϊκός νόμος και η απόλυτη προσήλωση στο γράμμα του, όχι στο πνεύμα του, αυτό το ρίσκο απουσιάζει, πολλές φορές, από την εποχή μας, από την Εκκλησία. Γι’ αυτό και όσοι στέκονται, ακόμη, καχύποπτα και επιφυλακτικά απέναντι σε κάθε ξεδίπλωμα του εκκλησιαστικού γεγονότος, μας πετάνε πέτρες. Και σωστά πράττουν, διότι εκείνο που μας ενδιέφερε περισσότερο είναι να ταριχεύσουμε το ιδανικό και λαμπρό εκκλησιαστικό παρελθόν και την παράδοση, προτάσσοντας τα, πάντοτε, απολογητικά, και σε ένδειξη αδυναμίας της συνάντησης με την ετερότητα των πραγμάτων που παράγει πολιτισμό. Έτσι, όμως, δεν καταφέρναμε να τα φέρουμε όλα αυτά σε συνάντηση με τις σύγχρονες απαιτήσεις της εποχής μας. Γι’ αυτό και δεν συναντά κανείς, εύκολα, σήμερα, υποψιασμένους κληρικούς και θεολόγους, παρά ερασιτέχνες του Θεού.
Ο άγιος Γρηγόριος Θεολόγος θα κάνει λόγο για σχοινοβασία και θα πει «τό θεολογεῖν ἀεὶ σχοινοβατεῖν». Κάθε προσπάθεια που αποβλέπει στη συνάντηση με τον άλλον, τον ξένο, τον διαφορετικό, που είναι εικόνα Θεού, δεν είναι εύκολο παιχνίδι. Ο εκκλησιαστικός λόγος δεν υιοθετείται εύκολα και δεν βρίσκεται στα ενδιαφέροντα των πολλών. Και κοιτάξετε να δείτε την αμφισημία των πραγμάτων. Από τη μία, η Εκκλησία που δεν προέρχεται από τον κόσμο αυτό, και από την άλλη η Εκκλησία που απευθύνεται στον κόσμο αυτό. Χρειάζεται να σχοινοβατήσουμε για να βγούμε από τις όποιες βεβαιότητες μας έχει δημιουργήσει η κατοχή της αλήθειας, ως ιδεολογική αναφορά, παρά ως βιωματική εμπειρία.
Δεν είναι τα πράγματα όπως ήταν κάποτε, οι συνθήκες, οι δομές, οι απαιτήσεις δεν συμβαδίζουν με πνεύμα και τη φιλοσοφία της Εκκλησίας. Και τί θα γίνει; Θα επιτρέψουμε το ξεζούμισμα της πνευματικότητας όλων εκείνων των λειτουργικών εκφάνσεων που υποστατικά βεβαιώνουν τις συνισταμένες των εμπειρικών βιωμάτων του μυσταγωγικού γεγονότος ή θα το λειτουργήσουμε στην εποχή μας, χωρίς να χάσει τη μοναδικότητα του;
Έχω την αίσθηση πως ο λόγος του Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ.κ. Χρυσοστόμου, στέκεται κι εδώ καταλυτικός: «Υπερβαίνουσα η Εκκλησία την ξύλινη γλώσσα των επαναληπτικών οδηγιών προς τους νέους ή τους γέροντες και του καθωσπρεπισμού, πρέπει να ανοίξει τους ορίζοντες των ενδιαφερόντων της και με σύγχρονη γλώσσα, και λεξιλόγιο καλείται να δώσει τα στοιχεία με τα οποία θα νοηματοδοτήσει το περιεχόμενο και την αξία της ζωής του αύριο. Χρειάζεται να συμβάλλει ώστε ο άνθρωπος του αύριο να μάθει να συν-κοινωνεί με τον άλλον, να συν-βιώνει με την διαφορετικότητα, να συνδιαλέγεται με την ετερότητα».
Εφημέριος Ι. Ν. Αγίου Δημητρίου Διάβας
π. Ηρακλής Αθ. Φίλιος (Βαλκανιολόγος, Θεολόγος)